Εμπειρία πριν απο 22 χρόνια στην παραλιακή οδό της Θεσσαλονίκης πλησίον της Σχολής Τυφλών. Η οικοδομή που θα κτιζόταν ήταν μεγάλη σε επιφάνεια (περίπου 800 τ.μ. κάλυψη) και θα είχε Καταστήματα και 6 Ορόφους. Αποφασίστηκε η Κοιτόστρωση. Η υποστύλωση κανονική σε κάνναβο των 4-5 μέτρων κατά χ και y. Σκυροδετείται όλη η Θεμελίωση και καλουπώνονται τα υποστυλώματα του Υπογείου, δηλαδή αμέσως μετά την κοιτόστρωση. Για το θέμα της άνωσης αφέθηκαν οπές Φ100 περίπου 4-5 σε όλη την επιφάνεια των 800 τ.μ. Φρεάτια με αντλίες δεν τοποθετήθηκαν.

Πρίν ολοκληρωθεί η σκυροδέτηση των υποστυλωμάτων παρατηρήθηκαν ρωγμές στην κοιτόστρωση οι οποίες μέσα σε τρεις μέρες διευρύνθηκαν και άρχισε να αναβλύζει νερό. Οι εργασίες διακόπηκαν. Αποδείχθηκε ότι οι οπές για την εκτόνωση της άνωσης ήταν ανεπαρκείς. Αποτέλεσμα: ξυλώθηκε όλη (ΟΛΗ) η κοιτόστρωση και επανακατασκευάστηκε με οπές και αντλίες όπως αναφέρθηκε παραπάνω (Χάρης). Όταν σκυροδετήθηκε η νέα κοιτόστρωση τρεις φορές την ημέρα παίρναμε διαφορικές καθιζήσεις σε 30 περίπου σημεία με όργανο που είχε εγκατασταθεί μονίμως στο εργοτάξιο και με το Excel σχεδιάζαμε τρισδιάστατα την ανισουψή επιφάνεια της κοιτόστρωσης η οποία μολονότι λειτουργούσαν οι αντλίες και ανάβλυζε νερό από τη διάνοιξη των οπών παρουσίαζε ανομοιόμορφη ισορροπία. Η οικοδομή κτίστηκε και πήρε όλα τα φορτία της. Έκτοτε δεν παρατηρήθηκε καμία περίεργη συμπεριφορά. Σήμερα υπάρχουν δύο αντλίες στο Υπόγειο σε αντίστοιχα φρεάτια για την άντληση των υδάτων στην περίπτωση ανόδου του Υ.Ο.
Το συμπέρασμα που έβγαλα εγώ από αυτή την εμπειρία είναι: όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε το φαινόμενο της άνωσης υπάρχει μόνο κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου. Όταν το κτίσμα παραλάβει όλα τα φορτία η άνωση δεν αποτελεί πρόβλημα. Εξαιρούνται οι μικρές και ελαφριές κατασκευές. Ίσως και κάποια βιομηχανικά κτίρια, όπως ανέφερε ο Παναγιώτης.